Headlines News :

Ερρίκος Ίψεν.

Δημοσίευση από Art and City | Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013 10:43 π.μ.

Σ' όλη την ιστορία της Λογοτεχνίας, βρίσκει κανείς ελάχιστες προσωπικότητες της ιδιοφυΐας του Ίψεν. Στη κυριολεξία η ζωή του ολάκερη κι η ενεργητικότητά του ήταν αφιερωμένη στο θέατρο. Γεννήθηκε μια μέρα σαν σήμερα


Η προσφορά του, πικρή μα και λυτρωτική, άλλαξε τη πορεία των βημάτων στο σανίδι. Ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς της νεότερης ιστορίας, ο άνθρωπος που ανέτρεψε κανόνες κι έθιμα δεκαετιών στο θέατρο, ο συγγραφέας που κάποτε είπε: «Με μεγάλη ευχαρίστηση θα τορπίλιζα τη Κιβωτό του Νώε». Στα νιάτα του ήταν ανικανοποίητος από τα πάντα. Σκανδάλισε πάρα πολύ με τα έργα του, την εποχή του. Αργότερα, έψαχνε μάταια να βρει θεατρική φόρμα που να του ταιριάζει. Κι επειδή δε βρήκε καμιά, δημιούργησε μια μόνος του για τον εαυτό του. Ο Ερρίκος Iωάννης Ίψεν, - απόγονος μιας από τις παλαιότερες και πιο διακεκριμένες οικογένειες, μαζί με την οικογένεια Paus -, γεννήθηκε 20 Μάρτη 1828 στο Σκιεν (Skien, χωριό παραθαλάσσιο με ιδιαίτερην έμφαση στο εμπόριο ξυλείας) της Νορβηγίας, απ' όπου λίγα χρόνια αργότερα (στα 8 του) μετακομίζουνε λόγω της χρεωκοπίας του πατέρα Κνουντ (Knud Ibsen & μητέρα η Μάριχεν 'Αλντενμπουργκ = Marichen Altenburg, αρχικά εύπορη οικογένεια), πράμα που οδηγεί τα μέλη της οικογένειας σε αποξένωση. Μετά τη γέννησή του, φαίνεται πως η τύχη γύρισε τη πλάτη στην οικογένεια. Η μητέρα το γύρισε στη θρησκεία, απογοητευμένη από τα εγκόσμια κι ο πατέρας έπαθε κατάθλιψη από την εμπορική αποτυχία. Μεγάλωσε λοιπόν δύσκολα και κάτω από πολλές στερήσεις. Το 1844 αφήνει το πατρικό και για να καταφέρει να σπουδάσει Ιατρική, μπαίνει μαθητευόμενος σ' ένα φαρμακείο στο Γκρίμσταντ. Οι ελεύθερές του ώρες ήταν αφιερωμένες στη προετοιμασία για την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο του Όσλο, όπου ανέπτυξε ισχυρή φιλία με τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Bjornstjerne Bjornson.

Παράλληλα δοκιμάζει και τα πρώτα του βήματα στο δραματικό θέατρο, δίνοντας στα πρώτα έργα του χαρακτήρα επικό κι άγριο: Οι ήρωές του ψάχνουνε την απόλυτη αλήθεια, αλλά ποτέ δε μπορούσαν να τη βρουν. Αυτή τη περίοδο γράφει το πρώτο του έργο "Κατιλίνας", έμμετρο ιστορικό δράμα εμπνευσμένο από τους αγώνες για ανεξαρτησία που κυριαρχούν στην Ευρώπη. Μετά έγινε θαυμαστής του Σίλερ κι αυτό τον ώθησε να γράψει ιστορικά κι έμμετρα δράματα, έχοντας ως πηγή έμπνευσης τις σκανδιναβικές σάγκα (saga). Αργότερα τον έθελξε η αναμόρφωση του γαλλικού και του γερμανικού θεάτρου. Πίστευε πως η σύγκρουση χαρακτήρων και στάσεων ζωής μες στη κοινωνία μπορεί να δημιουργήσει σύγχρονες τραγωδίες στο θέατρο. Φυσικά, εγκατέλειψε την ιδέα να μπει στην Ιατρική, αφού πρώτα απέτυχε σε μπόλικους διαγωνισμούς εισόδου.

Το 1850 εγκαθίσταται στη Χριστιανία (Όσλο) κι εκδίδει με τη βοήθεια των φίλων του τον "Κατιλίνα" με το ψευδώνυμο Μπρίνιολφ Μπιάρμε (Brynjulf Bjarme), στα 22 του μόλις. Το θέατρο της Χριστιανίας ωστόσο αρνείται να παρουσιάσει το έργο του και κάνει τελικά τη 1η εμφάνισή του ως θεατρικός συγγραφέας με το έμμετρο έργο "Ο Τάφος Του Πολεμιστή", που περνά σχεδόν απαρατήρητο. Ένα χρόνο μετά προσλαμβάνεται από το βιολιστή Ole Bull, ως θεατρικός ποιητής, συγγραφέας και σκηνοθέτης στο νεόχτιστο τότε Εθνικό Θέατρο του Μπέργκεν και παραμένει ως το 1857. Εκεί κατάφερε να περάσουν από τα χέρια του, πάνω από 150 θεατρικές παραστάσεις κάθε μορφής, καμμιά δική του, όμως αυτό του πρόσφερε θαυμάσιαν εμπειρία, και τονε βοήθησε πάρα πολύ μελλοντικά. Στα χρόνια που ακολουθούνε ταξιδεύει, διορίζεται διευθυντής του θεάτρου της Χριστιανίας και παντρεύεται το 1858, τη Σουζάνα Τόρεσεν (Suzannah Thoresen), -μορφωμένη γυναίκα με ισχυρή θέληση, που στήριξε το γυναικείο κίνημα της εποχής της κι είχαν αρραβωνιαστεί από το 1856- και κάνουν ένα γιο, τον Σίγκουρντ (Sigurd Henrik Ibsen). Κείνη τη περίοδο γράφει: "Τα Παλληκάρια Του Χέλγκελαντ", "Οι Μνηστήρες Του Θρόνου", "Η Κωμωδία Του Έρωτα". Το 1862, με το τελευταίο μάλιστα έγινε γνωστός ως νέος, πολλά υποσχόμενος θεατρικός συγγραφέας. Το θέατρο της Χριστιανίας όμως χρεωκοπεί κι η οικονομική κατάσταση της οικογένειας Ίψεν επιδεινώνεται. 2 έτη μετά, το κράτος εγκρίνει μικρήν υποτροφία κι αυτός εγκαθίσταται στη Ρώμη για 4 έτη. Ακολουθούν: Δρέσδη, (1868) και Μόναχο (1875). Δεν είχε καταφέρει να κερδίσει στην αρχή της καριέρας του, την αγάπη των συμπατριωτών του. Η ευθύτητα του λόγου του κι η ενασχόλησή του με θέματα που καλύπτονταν από κοινωνική υποκρισία (έρωτας, σχέση των δύο φύλων κ.λπ.) ενόχλησε πολλούς κι έτσι φανερά απογοητευμένος εγκατέλειψε την χώρα του κι έφυγε στο εξωτερικό. Δε γύρισε σ' αυτή παρά μόνον όταν έγινε διάσημος πια συγγραφέας. Ανάμεσα στα έργα του που ξεχωρίζουν και γραφτήκανε κυρίως στο εξωτερικό είναι: "Μπραντ" (1η μεγάλη του επιτυχία, που πιστεύεται πως έχει δεχτεί έντονες επιρροές από τη διδασκαλία του Κίρκεργκαρντ = Soren Kierkegaard Δανός φιλόσοφος) "Έντα Γκάμπλερ", "Πέερ Γκυντ", "Βρυκόλακες", "Αγριόπαπια", "Κουκλόσπιτο", "Κυρά Της Θάλασσας", "Εχθρός Του Λαού", "Στηρίγματα Της Κοινωνίας" κ.ά. Φαινομενικά, η οικογένεια Ίψεν διάγει ήρεμη ζωή. Ωστόσο, στη ζωή του έχουν εισβάλει διαδοχικά 3 γυναίκες που τον κατακτάνε και σφραγίζουνε το χαρακτήρα του. Η "Έντα Γκάμπλερ" είναι το τελευταίο έργο, που δημοσιεύθηκε όταν ακόμα ζούσε εκτός Νορβηγίας. Δεν είναι βέβαιο πότε συνέλαβε την ιδέα του έργου.

Το καλοκαίρι του 1889 βρισκόταν στο Gossensass -ήτανε τελευταία φορά που θα 'μενε σ' αυτό το μικρό χωριό των 'Αλπεων, στο Τυρόλο. Εκεί ήτανε που πρωτοσυνάντησε τη 18χρονη Έμιλι Μπάρντας από τη Βιέννη. Η γνωριμία του μαζί της σύντομα εξελίχθηκε σ' έρωτα -από τη δική του πλευρά- παρόλη τη διαφορά ηλικίας. Εκείνος ήταν 61 ετών κι εκείνη 18. Η σχέση τους διήρκεσε μόλις 2 μήνες, λέγεται ότι παρέμεινε πλατωνική κι οι μόνοι καρποί του, ήταν ίσως η "Έντα" κι ο "Σόλνες". Όταν εκείνη επέστρεψε στη Βιέννη κι αυτός στο Μόναχο, ανταλλάξανε σειρά επιστολών. Σε μια απ' αυτές, με ημερομηνία 7 Οκτωβρη 1889, της γράφει: «Μία ιδέα για νέο θεατρικό γεννιέται μέσα μου. Θα το τελειώσω αυτό το χειμώνα και θα προσπαθήσω ν' αποτυπώσω τη χαρούμενη ατμόσφαιρα των καλοκαιρινών διακοπών μας. Αλλά θα καταλήγει στη θλίψη. Το νιώθω. Έτσι είμαι». Σ' άλλο γράμμα προς την Έμιλι, στις 19 Νοέμβρη 1889, γράφει: «Είμαι πάρα πολύ απασχολημένος με τη συγγραφή του νέου μου έργου. Κάθομαι στο γραφείο μου σχεδόν ολάκερη τη μέρα. Κάνω μόνον ένα μικρό περίπατο το απόγευμα. Ονειρεύομαι κι ανακαλώ τις αναμνήσεις μου και τότε κάθομαι να γράψω». Βάσει μιας επιστολής του, γνωρίζουμε ότι το πρώτο ολοκληρωμένο αντίγραφο του έργου το 'στειλε στον εκδότη του στη Κοπεγχάγη στις 16 Νοεμβρη 1890. Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν "Έντα" αλλά σύντομα το μετονόμασε «Έντα Γκάμπλερ». «Μ' αυτό τον τρόπο ήθελα να τονίσω πως η Έντα ως προσωπικότητα είναι η κόρη του πατέρα της, του στρατηγού Γκάμπλερ κι όχι η σύζυγος του άντρα της, του δόκτορα Τέσμαν. Σ' αυτό δε προσπάθησα ιδιαίτερα ν' ασχοληθώ μ' αυτά που θεωρούμε προβλήματα. Βασικός μου σκοπός ήταν να παρουσιάσω πραγματικούς ανθρώπους, με πραγματικές ψυχολογικές διαθέσεις και προθέσεις μέσα σ' ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συνθηκών και κοινωνικών επιταγών». Ο μεγάλος συγγραφέας σκέπτεται σοβαρά να χωρίσει τη γυναίκα του Σουζάνα και να παντρευτεί την Έμιλι, αλλά δεν της το λέει ποτέ. Συνεχίζουν ν' αλληλογραφούν μέχρι τουλάχιστον το 1889, όταν ο γηραιός πια συγγραφέας αποφασίζει να σταματήσει. Σταματά οριστικά να επικοινωνεί όταν γνωρίζει άλλον ένα μεγάλο έρωτα της ζωής του, τη Χίλντουρ 'Αντερσεν. Η "Έντα Γκάμπλερ" ανέβηκε 1η φορά στις 31 Γενάρη 1891 στο ResidenzΤheater του Μονάχου, κι ήτανε παρών στη πρεμιέρα.

Λέγεται ότι δεν ήτανε διόλου ευχαριστημένος με την απόδοση της Clare Heese που ερμήνευσε το ρόλο της Έντα. Θεωρούσε πως η ερμηνεία της ήτανε στομφώδης. Οι κριτικές συνηγορούσανε στην άποψή του. Η αποδοχή του κοινού ήταν μικτή, με χειροκροτήματα κι αποδοκιμασίες. Αυτοί που χειροκρότησαν ήτανε σαφώς περισσότεροι, γεγονός που οφείλεται μάλλον στη φυσική παρουσία του εκεί. Στον "Εχθρό Του Λαού" ένας έντιμος άνθρωπος, ένας γιατρός ιδεολόγος, λέει δημόσια την αλήθεια, για τον κίνδυνο πανδημίας στη πόλη του και βρίσκει συσπειρωμένο απέναντί του, όλο το σκληρό κατεστημένο των συμφερόντων και της διαπλοκής, καθώς και το αφιονισμένο από τα ψεύδη κοινό. Ο Ίψεν, από απόσταση διαμπερούς βολής, μας κλείνει μελαγχολικά το μάτι και μας ψυχαγωγεί στα οικεία κακά με τη δύναμη και το πάθος της προφητικής δραματουργίας του. Στη Χριστιανία, ο πατέρας του ψυχολογικού θεάτρου, επιστρέφει για μόνιμη εγκατάσταση το 1891, έπειτα από 27χρονη διαμονή σε Ιταλία και Γερμανία και τον υποδέχονται πανηγυρικά. Το 1892 τελειώνει έν από τα τελευταία έργα του εκεί, που 'χει έντονο χαρακτήρα αυτοπροσωπογραφίας κι απολογισμού. Ο "Πρωτομάστορας Σόλνες" θεωρείται το έργο του το πιο αυτοβιογραφικό, -ο ίδιος ομολογεί πως ο ήρωας τον αντιπροσωπεύει πιότερο από κάθε άλλο. Στο κείμενό του (αλλά και των περισσότερων έργων του) ρέουνε διάλογοι μ' απλή γλώσσα, αυτή που χρησιμοποιούν άνθρωποι καθημερινοί, άνθρωποι με πάθη. Κάθε φράση αποδίδεται μ' ακρίβεια κι εξυπνάδα, κρύβει μέσα της δραματικά στοιχεία κι ισχυρά μηνύματα, γεμάτα συμβολισμούς κι ένα τολμηρό ρεαλισμό, που αντέχει στο χρόνο. Ακολουθούνται στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπως ορίζονται από τον Αριστοτέλη. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Σόλνες, κατατρέχεται από τραγικό στοιχείο που δε θα μπορέσει ν' αποφύγει και θα τον οδηγήσει στη πτώση. Έχει επιβλητική προσωπικότητα, χτίζει εκκλησίες και σπίτια κι έτσι είναι επαγγελματικά καταξιωμένος. Κρύβει αινιγματικό χαρακτήρα που κατέχεται από υπεροψία. Βιώνει το γάμο με τη κα Σόλνες, που όλο και σαπίζει πάνω σε τραγικά γεγονότα του παρελθόντος. Τη ζωή του έρχεται να ταράξει η Χίλντα, (εδώ ουσιαστικά περιγράφει από κάποια απόσταση, τη σχέση του με την Έμιλι), κοπέλα δροσερή, που αντικατοπτρίζει τη δύναμη, τα νιάτα, το θάρρος και την ελευθερία. Στοιχεία που ο Σόλνες στη δύση του κυριευμένος από διάφορες φοβίες, τόσο πολύ χρειάζεται να νιώσει και τα εισπράττει μέσα από κείνη, για να φτάσει στη κορύφωση, στην υπέρτατη ελευθερία και δημιουργία: στη λύτρωση. Η 1η παράσταση του έργου δόθηκε στο Βερολίνο το 1893. Με την επιστροφή στη πατρίδα γράφει άλλα 2 έργα εκτός του "Σόλνες" τα: "Ιωάννης Γαβριήλ Μπόργκμαν" & "Όταν Εμείς Οι Νεκροί Ξυπνήσουμε". Στις 23 Μάη 1906 πεθαίνει στο Όσλο, σ' ηλικία 78 ετών, συνεπεία πολλών αιτιών. Όταν η νοσοκόμα είπε σε κάποιον από τους πολλούς επισκέπτες του, πως η πορεία της υγείας του πηγαίνει λιγάκι καλύτερα, ο Ίψεν άφησε να βγεί από τα χείλη του η φράση: "Το αντίθετο!" και ξεψύχησε. Η κηδεία, που παραβρεθήκανε 12.000 άνθρωποι, γίνεται δημοσία δαπάνη. Στο μνήμα στήθηκε μια αξίνα, για να συμβολίζει τον άνθρωπο που 'σκαψε βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή. "Η επιστημονική και κοινωνική εξέλιξη είχανε δείξει, από τη μια, τις τεράστιες δημιουργικές ικανότητες του ανθρώπου κι από την άλλη, την εξαφάνιση και τη συντριβή του κάτω από το περιβάλλον, το πλήθος και τις δυνάμεις που ο ίδιος δημιούργησε. Αυτό το δράμα έφερε στο θέατρο ο Ιψεν, οπλίζοντάς το με της ποιητικής και της δραματικής του ιδιοφυΐας την αρματωσιά.

Ο Ιψεν δίδαξε ότι το δράμα κι όταν φύγει από τις σφαίρες της έμμετρης ποίησης και του τιτάνιου πάθους, μπορεί να διατηρήσει ποίηση και πάθος, ακόμα κι αν ο στίβος του είναι η τραπεζαρία ή η αυλή του απέναντι γείτονα", έγραψεν ο Μάριος Πλωρίτης. Ήταν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ρεαλιστές δραματουργούς, πατέρας του σύγχρονου ψυχολογικού δράματος, του ερωτικού ιψενικού, τραγικού τριγώνου κι ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών. Πιστεύει πάνω απ' όλα, με φανατισμό στην ατομική ελευθερία. Το σύνολο του έργου του στρέφεται γύρω από δυο πόλους: τη σπουδαιότητα του ατόμου και τη σημασία της αγάπης. Από το πρώτο του έργο, μέχρι το τελευταίο, πολεμά το συμβιβασμό, τις προλήψεις, τη ρηχή κοινωνία κι αγωνίζεται μες από τα θεατρικά του για την απελευθέρωση του ατόμου από τις αλυσίδες του ψεύδους και της συνθηκολόγησης. Η επίδραση που άσκησε στο ευρωπαϊκό θεατρικό στερέωμα υπήρξε κατά γενικήν ομολογία τεράστια. Το στήσιμο των χαρακτήρων γινόταν με απόλυτη συνέπεια, χωρίς σφάλματα ή δραματικές υπερβάσεις. Οι χαρακτήρες μεταλλάσσονται, αλλά υπακούουν σε μια λογική μετάλλαξης, όχι σε αφαιρετική αυθαιρεσία. Υπήρξεν ο δραματουργός που επηρέασε, όσο κανείς άλλος, τη δραματουργία του ελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα τόσο καθοριστικά, όσο οι Μολιέρος, Γκολντόνι, Σίλερ και Σέξπιρ τη δραματουργία του 19ου αιώνα. Τη 1η παράσταση των "Βρυκολάκων" του 1894 προλόγισε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο πατέρας του Ελληνικού αστικού θεάτρου ιδεών, που ήταν ο γονιμότερος δέκτης της ιψενικής, θεατρικής ιδεολογίας και τεχνικής. Πολλοί Ελληνες συγγραφείς, από τον Ξενόπουλο και τον Νιρβάνα, ως τον Ιάκωβο Καμπανέλλη μολογούνε τις οφειλές τους στον Ίψεν, ενώ οι μεγαλύτεροι Έλληνες πρωταγωνιστές, μεταφραστές και κυρίως σκηνοθέτες ανέβασαν στη σκηνή επανειλημμένα το σύνολο της ιψενικής δραματουργίας, ισορροπώντας μεταξύ της βόρειας και της μεσογειακής αστικής ηθικής. Το 2006, στην 100ή επέτειο του θανάτου του, τιμήθηκε η μνήμη του στη Νορβηγία αλλά και σε πολλές άλλες χώρες κι η χρονιά ονομάστηκε "Χρονιά Ίψεν" από τις νορβηγικές αρχές. Το Μάη του 2006 στήθηκε κουκλοθέατρο για τη ζωή του με τίτλο: "Ο Θάνατος Του Μικρού Ίψεν", (The Death Οf Little Ibsen) στο Θέατρο Sanford Meisner της Νέας Υόρκης.

Πηγή: peri-grafis.com
Μοιραστείτε το :

0 σχόλια:

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ...

 

Υποστήριξη : About us | Επικοινωνία | Διαφήμιση
Copyright © 2013. ArtandCity.gr - Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.