Headlines News :

Η δικτατορία της κατσαρόλας...

Δημοσίευση από Art and City | Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012 8:00 π.μ.

Με αφορμή της παγκόσμια ημέρα για τη Γυναίκα, το Art and City, έχει την τιμή και τη χαρά να φιλοξενεί ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στις σελίδες του το διήγημα της Ελένης Αλεξίου, που φέρει τον τίτλο "Η δικατοτορία της κατσαρόλας"... 

Η Τρικαλινή φιλόλογος και μουσικός Ελένη Αλεξίου έλαβε έπαινο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών για το παραμύθι της «Ο Σωκράτης και η χώρα του χρυσού νερού» με το οποίο πήρε μέρος στον 30ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό. Οι συμμετοχές στο διαγωνισμό ξεπέρασαν τις χίλιες από Ελλάδα και εξωτερικό και αφορούσαν όλα τα είδη του λόγου. Η τελετή βράβευσης έγινε  την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012 στην αίθουσα Τρίτση του Πνευματικού κέντρου Αθηνών παρουσία του Πρέσβη της Κύπρου και άλλων προσωπικοτήτων των γραμμάτων και τεχνών.
Η Ελένη Αλεξίου, φιλόλογος και μουσικός με μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαίδευση, έχει διδάξει μαθήματα σχετικά με την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό στο Κέντρο Ξένων Γλωσσών του  University of Bath, στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών, στα Κέντρα Εκπαίδευσης Ενηλίκων και στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας σε τμήματα Αθιγγανόπαιδων, μουσουλμάνων της Θράκης και φυλακισμένων. Εργάζεται ως καθηγήτρια κλασικής κιθάρας στο Μουσικό Σχολείο Βόλου. Βραβευμένη για τη λογοτεχνική της δραστηριότητα από τις Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών και από τη Διεθνή Ένωση Λογοτεχνών, κυκλοφόρησε το 2008 την ποιητική συλλογή «Το Φλας» από τις τρικαλινές εκδόσεις Λογείον.

Ας σημειώσουμε πως το συγκεκριμένο διήγημα, δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει δημοσιευθεί και η ίδια η συγγραφέας μάς το παραχώρησε!!! Την ευχαριστούμε πολύ!!!


Η δικτατορία της κατσαρόλας

-Τα προβλήματα στα ζευγάρια ξεκινούν από την κρεβατοκάμαρα.
-Όχι, από το στρες του εργασιακού χώρου.
 -Οι έρευνες έδειξαν ότι κυρίως οφείλονται στην ύπαρξη τρίτου ατόμου. Κυρίως, όμως, έχουν να κάνουν με την διαφωνία χαρακτήρων….

Η Μαίρη άκουγε τις αναλύσεις των ψυχολόγων στην τηλεόραση και χαμογελούσε πικρόχολα. Κάνοντας σάουνα ανάμεσα στους ατμούς του σίδερου και της κατσαρόλας, με τις υγρές πάνες να αναδύουν τη χαρακτηριστική μυρωδιά ξεχασμένων ακαθαρσιών μωρού, μια στοίβα χαρτιά από το γραφείο να την περιμένουν για έλεγχο και μεταμφιεσμένη σε κλόουν με τις ξεχειλωμένες πιζάμες της δεν αμφέβαλε ότι έφταιγαν όλα αυτά μαζί. Και άλλα πολλά. Και ένα κυρίως. Ένα πρόβλημα χειροπιαστό, χορταστικό, σπιτικό όσο δε γίνεται και τόσο δα μικρό που να χωρά σε τάπερ. Το φαγητό της μαμάς. Η χειροποίητη χειροβομβίδα που έφτανε κάθε φορά στο τραπέζι τους και έσκαγε αχνιστή και θρεπτική ανάμεσα σε αυτή και τον Μπάμπη. 

Το πρόβλημά τους ήταν απλό στη διατύπωση και συχνό στην εμφάνιση. Ο Μπάμπης, ο άντρακλας, ο νταβραντισμένος, ο θηριώδης μαντράχαλος των σαράντα και ήταν ο κλασικός «μαμάκας», ο «κακομαθημένος»,  το «μαμόθρεφτο». ‘Ίσως το «οιδιπόδειο» να μην ήταν ο καταλληλότερος τρόπος για να εκφραστεί η αδυναμία αυτού του ενήλικα άντρα να κόψει τον ομφάλιο λώρο από τη μάνα του. Διότι στην περίπτωση του Μπάμπη ο ομφάλιος λώρος ήταν δεμένος, μπλεγμένος, σφιχτοκουλουριασμένος γύρω από το όργανο εκείνο που τρέφει τα μωρά ες αεί, την ανοξείδωτη μήτρα,  την κατσαρόλα της μαμάς. 

Το κακό άρχισε νωρίς. Τον πρώτο χρόνο έγγαμου βίου η ενημέρωση σχετικά με το μενού της μητρικής εστίας που είχε πρόσφατα αποχωριστεί ο νιόπαντρος Μπάμπης μπήκε μέσα στις τυπικές ερωτήσεις που συνόδευαν κάθε τηλεφώνημα. «Έβρεξε σε εσάς; Ο μπαμπάς καλά; Πήρε κανένα τηλέφωνο η Γεωργία – η μικρή αδερφή- και βεβαίως τι φαγητό έφτιαξες σήμερα;» Η τηλεφωνική επικοινωνία διαρκούσε όχι περισσότερο από δύο λεπτά και με την ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών θεωρούταν επιτυχής.

Ενοχλητική άρχισε να γίνεται όταν δεχόταν τις ίδιες ερωτήσεις από την πεθερά η Μαίρη. «Βγήκες έξω σήμερα; Γύρισε ο Μπάμπης; Τι φαγητό έφτιαξες;». Λένε ότι η ουσία βρίσκεται στον τύπο κι ενώ της Μαίρης της άρεσαν όλα τα εθιμοτυπικά και τα πρωτόκολλα που αφορούν τις διαπροσωπικές σχέσεις, από την καλημέρα στον περιπτερά και το ευχαριστώ στον οδηγό λεωφορείου μέχρι την αποστολή λουλούδια στο φιλικό ζευγάρι που τους είχε καλέσει για γεύμα το προηγούμενο βράδυ, τώρα οι τυπικές αυτές ερωτήσεις της πεθερούλας φάνταζαν σαν αναφορά. 

Στην ουσία η Μαίρη άκουγε «Κουράζεται ο Μπαμπίνος μου; Τον περιποιείσαι όπως πρέπει; Του μαγειρεύεις καλά;» κι απαντούσε κι εκείνη τυπικά «Ευπειθώς αναφέρω κυρία Πεθερά ότι σφουγγαρίζω, ξεσκονίζω, απολυμαίνω καθημερινώς, πλένω τα πιάτα αμέσως μετά το φαγητό, στρώνω  καθαρά σεντόνια κάθε πέντε μέρες, φροντίζω να έχουμε πάντα γεμάτο το ψυγείο, μαγειρεύω τα καλύτερα για τον υιό σας, του έχω φρεσκοσιδερωμένα τα ρούχα του, δεν παραλείπω να τον χαλαρώνω καθημερινώς με μασάζ και να ανταποκρίνομαι στο ερωτικό του κάλεσμα προθύμως και αγογγύστως χωρίς ουδέποτε να παραπονεθώ ότι είμαι κουρασμένη ή απασχολημένη και γενικώς επιτελώ με ενθουσιασμό και χάρη όλα τα συζυγικά καθήκοντα. Διά ταύτα τολμώ να αιτηθώ κυρία Πεθερά το παράσημο της ενδόξου, αφοσιωμένης και υποδειγματικής νύφης».

Τα σκεφτόταν όλα αυτά και χαμογελούσε πικραμένη και μόνη της η καημένη Μαίρη. Όταν κάποτε παραπονέθηκε στον Μπάμπη ότι αγχώνεται με την ερώτηση του φαγητού εκείνος απόρησε.

-Βρε Μπάμπη μου, ρωτάς συνέχεια για το φαγητό κι εκείνη θα νομίζει ότι δεν σε περιποιούμαι. Ότι δεν σου αρέσει η μαγειρική μου ή ότι σε αφήνω νηστικό.
-Δεν θα μου πεις εσύ τι θα λέω με τη μάνα μου. Άμα θέλω να μάθω τι φαγητό είχε θα τη ρωτήσω. Λογοκρισία έχουμε;
-Όχι, αλλά να, ρωτάει και μένα κάθε φορά και πολλές φορές δεν έχω απάντηση διότι μέσα σε όλα αυτά που σκέφτομαι για το σπίτι και για τη δουλειά μου αφήνω το φαγητό να με απασχολήσει το βράδυ…κι όταν με ρωτάει μερικές φορές δεν ξέρω τι να της πω.
-Αυτά που λες είναι χαζομάρες. Έχεις πρόβλημα. Και σιγά τι έχεις αν σκεφτείς για το σπίτι. Θα μας πεις τώρα ότι το πλύσιμο και το σφουγγάρισμα θέλουν πολλή σκέψη, και χαζογελούσε ο Μπάμπης καθώς άραζε την αρίδα του στον καναπέ για να δει αθλητικά. 

Συνήθως τέτοιες συζητήσεις κάνανε το βράδυ όταν γυρνούσανε από τη δουλειά κι ενώ ο κουρασμένος Μπάμπης ήθελε να χαλαρώσει η Μαίρη ντούρασελ συνέχιζε με τα οικιακά χωρίς δικαίωμα να παραπονιέται. Αλίμονο, σχεδόν χωρίς δικαίωμα να κουράζεται. Πολλές φορές την έπαιρνε δώδεκα το βράδυ να ποτίζει τα λουλούδια στη βεράντα. Τότε έβγαινε και το πλυντήριο κι άπλωνε τα ρούχα την ώρα που στην κατσαρόλα σιγόβραζε το φαγητό.

Το περίεργο ήταν ότι όποτε έφτιαχνε κάτι καλό, παστίτσιο, μοσχάρι κοκκινιστό, κόκορα κρασάτο, σουφλέ δεν δεχόταν τηλέφωνο από την πεθερά. Η τύχη ήθελε να της τηλεφωνεί όταν είχε κανένα βιαστικό τουρλού ή καμία ταπεινή φασολάδα ή τίποτα νερόβραστα μακαρόνια. Βέβαια ο Μπάμπης τα μισά φαγητά τα έλεγε σούπες, τα άλλα μισά κρέας και τα άλλα μισά μακαρόνια. Είτε ετοίμαζε τορτελλίνια με μανιτάρια και πιπεριές είτε σπαγγέτι με σάλτα ντομάτα και φυλλαράκια βασιλικού είτε βίδες με μπιζέλια και μπεσαμέλ, όλα ο Μπάμπης τα μετέφραζε και τα μετέφερε «μακαρόνια» κι ήταν σα να πετούσε στα σκουπίδια όλη τη φροντίδα και την αγάπη που έβαζε η Μαίρη για να μαγειρέψει .

Γιατί το κύριο συστατικό στη μαγειρική της Μαίρης ήταν η αγάπη. Ήθελε να τον φροντίζει, ήθελε να κουράζεται για να είναι το σπιτικό τους καθαρό, ήθελε να τον χαϊδεύει για να αποκοιμηθεί αλλά ήθελε και το «μπράβο, γεια στα χέρια σου» και το «σπίτι μου, σπιτάκι μου» μετά τη δουλειά και «καληνύχτα» πριν το ροχαλητό. Και πάλι όταν τολμούσε να εκφράσει το παράπονό της η Μαίρη έπεφτε στον τοίχο Μπάμπη.

-Τι χαζά είναι αυτά που λες; Γκρινιάζεις που δε σου λέω καλημέρα και καληνύχτα! Γιατί ξένοι είμαστε και θα χαιρετιόμαστε κάθε φορά ή μήπως δεν θα σε ξαναδώ; Κι αυτό το πράμα με το φαί! Πρέπει να σου λέμε και μπράβο δηλαδή που μας μαγειρεύεις; Πρώτα πρώτα δε σου ζήτησε κανείς να μαγειρεύεις κάθε μέρα ούτε να μου στρώνεις τραπέζι. Τρώω και στον καναπέ αν θέλω. Κι αφού γκρινιάζεις ότι κουράζει μην ξανασχοληθείς με το φαί μου. 

Δεν έβλεπε ούτε τη διπλωμένη πετσέτα ούτε το καθαρό τραπεζομάντηλο ούτε το λουλουδάκι στο ποτήρι. Δεν έβλεπε ούτε ένιωθε την αγάπη της Μαίρης. Το περίεργο ήταν ότι την ίδια φασαρία έκανε ο Μπάμπης όταν  πια η Μαίρη αποφάσισε να ακολουθήσει τις οδηγίες του. Για καιρό δεν έβρισκε στρωμένο τραπέζι και το φαί στην κατσαρόλα ήταν το χτεσινό. Τότε ήταν που το τηλεφώνημα με τη μαμά διαρκούσε λίγο περισσότερο.

-Α, από χτες φάγατε σήμερα; Άντε δεν πειράζει. Θα μαγειρέψετε αύριο.
 Μα γιατί να πειράζει που τρώμε το χτεσινό, όταν πειράζει να τρώμε κάθε μέρα καινούριο φαί, απορούσε η Μαίρη. 

Μετά το κλίμα αμφιβολίας περί της καλοπέρασης του Μπάμπη που είχε καταφέρει ο ίδιος να δημιουργήσει τον προηγούμενο χρόνο με τα συνεχή τηλέφωνα και την ανάκριση περί φαγητού, η πεθερούλα θεώρησε ότι ήρθε καιρός να πάρει πρωτοβουλία και να επέμβει για να σώσει τον γιόκα της από την πείνα και τις κακουχίες. Όλα ξεκίνησαν με τον γνωστό τρόπο. Μάνα και γιος τηλεφωνιόντουσαν κάθε βράδυ μετά τη δουλειά κι αφού η ερώτηση για τον καιρό ακουγόταν περιττή και η ερώτηση για την υπόλοιπη οικογένεια ήταν πότε εντός πότε εκτός ύλης ανάλογα με το αν βρίσκονταν ή όχι στο κέντρο, πέφτανε αμέσως στο ζουμί, στην ερώτηση sos.

-Τι φαί είχατε σήμερα, μάνα;
-Κοτόπουλο με πατάτες στη γάστρα. Εσείς τι φτιάξατε;
-Μακαρόνια.
-Κανελόνια, φώναζε από το μπάνιο η Μαίρη.
-Αύριο θα φτιάξω μπριζόλες. Να σας φέρω ή θα ‘ρθεις να τις πάρεις;

Όποια κι αν ήταν η απάντηση, το αποτέλεσμα θα ήταν πάντα το ίδιο. Η Μαίρη θα περνούσε άλλο ένα απόγευμα στο σούπερ και στο μανάβη, άλλο ένα βράδυ όρθια πάνω από την κατσαρόλα για να έρθει το επόμενο πρωί το φαί της πεθεράς στο μπολ να πιάσει την τιμητική του θέσει δίπλα στο πιάτο του Μπάμπη. Δύο θα συνέβαιναν τότε. Ή ο Μπάμπης θα ξίνιζε σε κάθε μπουκιά από το φαί της γυναίκας του χορτάτος από το φαί της μάνας του ή δεν θα το άγγιζε καθόλου και θα πήγαινε στα σκουπίδια. Κάποτε η Μαίρη τόλμησε και μίλησε.

-Μπάμπη, δεν έχω πρόβλημα να μας φέρνει φαγητό ή μαμά σου αλλά μπορώ τουλάχιστον να ενημερώνομαι;
 -Τι θες, να σε ρωτάω για να φάω ένα πιάτο από τη μάνα μου;
-Να φας, δε λέω, αλλά γιατί να πετάμε κι εμείς τόσο φαγητό; Άλλος ένας άνθρωπος έτρωγε μαζί μας. Τόσες μερίδες χαμένες είναι ντροπή. Οι άνθρωποι πεινάνε κι εμείς τα πετάμε…
-Φά τα εσύ να μην πάνε χαμένα. Δώστα στη μάνα σου, να μη μαγειρεύει εκείνη.
-Δηλαδή πόσες κουζίνες θα ανακατεύονται για να ικανοποιηθείς εσύ; Θα βάλουμε και τη μάνα μου στο κεφάλι μας;
-Γιατί ή δικιά μου είναι στο κεφάλι μας; ‘Ισα ίσα να βοηθήσει θέλει η γυναίκα, έκανε τον αφελή.
-Αν θέλει να βοηθήσει να ρωτάει εμένα. ‘Οπως είναι νοικοκυρά στο σπίτι της να με αφήσει να είμαι κι εγώ στο δικό μου. Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά κι εσύ μόνο δούλα με ΄χεις εδώ μέσα, Μπάμπη μου! Δεν μπορώ να αποφασίσω ούτε για το τι φαί θα φτιάξω στην οικογένειά μου. Πρέπει να περνάει από έλεγχο κι έγκριση πρώτα το τι κάνω με τις κατσαρόλες μου.
-Δηλαδή είναι θέμα ελέγχου; Θες να μαγειρεύεις για να με ελέγχεις; Λοιπόν, τέλος. Δεν θα ξανασχοληθείς με το τι τρώω ούτε θα ξαναπείς στη μάνα μου να μη στείλει φαγητό! Θα τρώω ό,τι θέλω και από όποιον θέλω! Κατάλαβες;

Τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα, θυμόταν τα λόγια μια θειάς της η Μαίρη και γελούσε με τα χάλια της. Στον ύπνο της έβλεπε μεγάλα ψάρια να σπαρταράνε στα δίχτυα, να σπαρταράνε στο τηγάνι, μετά στο πιάτο, μετά στον σκουπιδοτενεκέ και μετά να κολυμπάνε με άλλα αφάγωτα ψάρια στη χωματερή. Πιο ‘κει βοσκούσαν πρόβατα, μοσχάρια, κατσίκια,  χοροπηδούσαν κουνελάκια και κότες κακάριζαν  τεμπέλικα. Τα πιο πολλά ζώα ήταν μόνο σκελετοί αλλά πολλά είχαν ακόμη πάνω στα κόκκαλά τους ολόκληρες μερίδες κρέας, σπάλα, ποντίκι, στήθος, λίγο μπούτι, όλα πεταμένα φαγητά στον κάδο των αχρήστων. Γύριζαν τα κεφάλια τους προς τη Μαίρη και της φώναζαν «μπεεεεεε, μουουου μπράβο ζώο! Καλά μαγειρεμένα σκουπίδια έφτιαξες και σήμερα!» και πιάναν όλα τον χορό χτυπώντας τεντζερέδια και κατσαρόλες. Στο βάθος ακουγόταν η φωνή της πεθεράς σαν εμβατήριο «Τετάρτη σήμερα, να φτιάξετε φακές, Παρασκευή δεν τρώνε κρέας, Κυριακή σήμερα δεν βάλατε κατσαρόλα; Μανιτάρια φτιάχνεις; Αυτά δεν φυτρώνουν στην υγρασία και στις σβουνιές;»

Η Μαίρη πεταγόταν ιδρωμένη. Κάποτε ερχόταν στον ύπνο της μια εικόνα γνωστή από τις Γραφές αλλά τραγελαφικά προσαρμοσμένη στην καθημερινότητά της. Ο Μπάμπης φορώντας πάνες ήταν το γιγάντιο μωρό που τραβούσαν από το ένα χέρι η μάνα του κι από το άλλο η γυναίκα του. Προκειμένου να μη σκιστεί στα δύο το παιδί, η γυναίκα άφηνε ελεύθερο το χέρι και το γιγάντιο μωρό-μαντράχαλος κουλουριαζόταν γύρω από το λαιμό της μάνας του βυζαίνοντας τον αντίχειρά του, ενώ εκείνη περιχαρής έκανε με τα δάχτυλά της το σύμβολο της νίκης.

Όχι! Η λογοκρισία του μενού, ο περιορισμός των συνταγών, η δικτατορία της μητρικής κατσαρόλας έπρεπε επιτέλους να πέσει! Όταν τελικά έγινε αυτό η Μαίρη δεν πίστευε πόσο εύκολο ήταν! 

Ήταν μεσημέρι καλοκαιριού. Η ζέστη ανυπόφορη, οι δρόμοι άδειοι, το τραγούδι των τζιτζικιών διαπεραστικό. Η Μαίρη περίμενε τον Μπάμπη να γυρίσει από επταήμερο επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό. Είχε ήδη καθυστερήσει πάνω από μία ώρα να επιστρέψει και είχε κλειστό το κινητό. Η Μαίρη υπέθεσε ότι θα τελείωσε η μπαταρία και ότι μάλλον θα σκάλωσε στην κίνηση της Δευτέρας. Άρχισε λοιπόν αργά αργά να  κόβει τα δροσιστικά αγγουράκια για μια χωριάτικη σαλάτα με ελιές και κάπαρη, όπως άρεσε του Μπάμπη. Στην κατσαρόλα σιγοβράζανε τα γεμιστά κολοκυθάκια που ήταν το αγαπημένο του καλοκαιρινό φαγητό. Είχε και παγωτό στο ψυγείο και σπιτική βυσσινάδα να τον δροσίσει.

Όταν πια μετά τρεις ώρες ο Μπάμπης δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής, σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στα πεθερικά της. «Μήπως δεν πρέπει; Είναι μεσημέρι. Κι αν τους ανησυχήσω; Να περιμένω κι άλλο; Πόσο ακόμη;» Από την αγωνία της άδειασε μισό κιλό παγωτό. Τελικά άφησε να περάσει ακόμη μια βασανιστική ώρα και λίγο πριν σηκώσει το ακουστικό, χτύπησε το τηλέφωνο. 

«Η τροχαία, το νοσοκομείο; Ποιος να παίρνει τώρα;» Με την ψυχή στην Κούλουρη σήκωσε το ακουστικό κι άκουσε τον Μπάμπη να της λέει αδιάφορα ότι είχε φτάσει νωρίς το μεσημέρι, αλλά για να μην την βάζει σε κόπο να στρώσει τραπέζι, πήγε στης μάνας του που ήταν πιο κοντά στο αεροδρόμιο, έφαγε, ξάπλωσε και μόλις τελείωνε τον καφέ του θα ερχόταν σπίτι.

Με μια κίνηση όλα τα πιάτα με το  μεσημεριανό φαγητό που είχαν πια φάει οι μύγες βρέθηκαν σπασμένα στο πάτωμα. Όταν γύρισε ανανεωμένος ο Μπάμπης βρήκε τη Μαίρη κουρέλι στον καναπέ να κλαίει απαρηγόρητα.

-Δεν σου έλειψα τόσες μέρες; Δεν ήθελες να τρέξεις σπίτι να με δεις; Είχες μεγαλύτερη ανάγκη να φας το φαγάκι της μαμάς σου; Εκείνη δεν ξέρει ότι έχεις γυναίκα που σε περιμένει στο σπίτι; Δεν ξέρει ότι αυτή η γυναίκα, δηλαδή αυτό το κορόιδο-και μούντζωνε τον εαυτό της- σε περίμενε νηστική για να φάτε και να της πεις τα νέα σου από το ταξίδι; Το στοματάκι της Μαίρης είχε πάρει φόρα και ξερνούσε όλη την αηδία που είχε μαζευτεί μέσα της με τον καιρό.
-Κοίτα να δεις, ξεκίνησε ο Μπάμπης που πάντα έτσι ξεκινούσε, όταν ήξερε ότι έσφαλλε. Αυτά που λες για τροχαία και δυστύχημα και ότι σε έφαγε η αγωνία είναι υπερβολές. Και σου το έχω πει εκατό φορές, θα τρώω όπου θέλω –έβαλε μπρος το κασετοφωνάκι με τις γνωστές ατάκες- και δε θα με βάλεις εσύ να χτυπάω κάρτα στο σπίτι μου κάθε μεσημέρι μη χάσω το συσσίτιο. Την πήρα τηλέφωνο να της πω ότι έφτασα, μου είπε ότι έφτιαξε σουτζουκάκια και πήγα από κει γιατί είναι πιο κοντά στο αεροδρόμιο. Καπίς;
-Α, τα σουτζουκάκια κάνανε τη ζημιά… ειρωνεύτηκε η Μαίρη. Αν όμως, κύριε Μπάμπη, σου έφτιαχνα εγώ σουτζουκάκια θα έλεγες «δεν έφτιαχνες τίποτα ελαφρύ; Με τόση ζέστη θα φάμε σουτζουκάκια; Να σκάσουμε θέλεις;»
-Λοιπόν, τελείωσε, ξινό θα μου το βγάζεις κάθε φορά; άρχισε ο Μπάμπης την δευτερολογία του μήπως και σώσει την κατάσταση. Η αλήθεια ήταν ότι ακόμη ρευόταν τα αχώνευτα σουτζουκάκια και είχε ήδη μετανιώσει που τα κατανάλωσε τόσο λαίμαργα με εκείνες τις παγωμένες μπύρες.  Η Μαίρη φουριόζα του επιτίθονταν με λόγια-πιρούνες.  Αν ήταν δυνατό ήθελε να βράσει τον κύριο Μπάμπη και τις αερολογίες του ως άλλη κανίβαλος στο καζάνι.

 Ο καβγάς έπαιρνε να φουντώνει επικίνδυνα, ώσπου ακούστηκε η φράση που θα άλλαζε για πάντα τη ζωή του ζευγαριού. «Δεν θα ξαναμαγειρέψεις για μένα, κατάλαβες;» γόγγυξε ο Μπάμπης που δεν φανταζόταν τι πραγματικά ζητούσε. 

-Τι; Πώς; Αν κατάλαβα; Βεβαίως και κατάλαβα, Μπάμπη μου. Έτσι θες, κύριε; Από δω και πέρα, λοιπόν, δεν θα ξαναδείς φαγητό μαγειρεμένο από τα χεράκια μου, όχι επειδή το λες εσύ, επειδή το λέω εγώ! (Ο Μπάμπης σώπασε.) Όσο ντρεπόμουν να με περνάει για ανοικοκύρευτη η μάνα σου, τόσο να ντρέπεσαι κι εσύ που θα πηγαίνεις από δω και πέρα να ζητιανεύεις το φαγάκι σου… ( Ξεροκατάπιε προβληματισμένος.) Που να μου κοπούν τα χέρια, δεν θα ετοιμάσω τίποτα ξανά για σένα! (Είχε μετανιώσει για ό,τι ευχήθηκε…) Θα χορτάσω αλάδωτα και ψητά που τα λατρεύω και να πεις στη μαμάκα σου να λογαριάζει άλλη μια μερίδα στα λιπαρά και τα  πικάντικα που φτιάχνει. Και καλή σας όρεξη!

 …αλλά ήταν ήδη αργά. Η Μαίρη έκλεισε το ξέσπασμά της , έκλεισε την κατσαρόλα της, την πόρτα του σπιτιού και την καρδιά της.

Για έναν μήνα, για έναν ολόκληρο μήνα μάνα και γιος τρώγανε μαζί το μεσημέρι. Ο Μπάμπης κατέβαζε αμάσητες τις μπουκιές, στραβοκατάπινε το νερό, έπαιρνε το ταπεράκι με το βραδινό και βουρ έξω από το σπίτι πριν προλάβει η μάνα του τις ερωτήσεις.  Βέβαια, η γειτονιά είχε ήδη αρχίσει να ρωτάει για τις συχνές ολιγόλεπτες μεσημβρινές επισκέψεις του Μπάμπη και δεν άργησαν να βγουν τα πρώτα πορίσματα από τις κυράτσες. «Κάτι έχει η μάνα του… είναι άρρωστη…» και οι πιο υποψιασμένες ίσως και ομοιοπαθούσες «τον πέταξε από το σπίτι η γυναίκα του… κοιμάται σε ξενοδοχείο… έρχεται και τρώει στης μάνα του…» και η απόφαση «ευτυχώς υπάρχουν και οι μανάδες για τις δύσκολες ώρες», οι αγορομάνες  και «κοτζάμ μαντράχαλος δεν ντρέπεται να αφήνει μόνη τη γυναίκα του» οι μανάδες των κοριτσιών.

Όταν τελικά είπε στη μάνα του πώς είχε η κατάσταση, εκείνη το ξανασκέφτηκε.  Άλλο να έχεις τον κανακάρη σου να φέρνει βόλτες στα φουστάνια σου και στα κουζινικά σου κι άλλο να μπαστακωθεί σ΄ αυτά. Τον πήρε, λοιπόν, από το χεράκι και μια και δυο βρέθηκαν στης Μαίρης να τους τραπεζώνει σε ένα γεύμα συμφιλίωσης.

Όταν άνοιξε την πόρτα η Μαίρη έμεινε έκπληκτη. Και από το μέγεθος του φιόγκου στο κουτί του ζαχαροπλαστείου που κρατούσε ο Μπάμπης, και από τα παραπανίσια κιλά που κρέμονταν γύρω του. Μέσα σε έναν μήνα τα σουτζουκάκια, τα κεφτεδάκια, τα ντολμαδάκια, τα τυροπιτάκια και όλα τα άλλα φαγητά με ονόματα υποκοριστικά  που έφτιαχνε η μάνα του, είχαν αποτελέσματα μεγεθυντικά. Κατάφεραν να ανοίξουν άλλη μια τρύπα στη ζώνη του άσωτου συζύγου.

Η Μαίρη, κυρία, τους υποδέχτηκε ως αν να μη συνέβαινε τίποτα και γρήγορα βρέθηκαν στο τραπέζι να μιλούν περί ανέμων και υδάτων, φαγητών και εδεσμάτων. Η μάνα του Μπάμπη έκανε τα πάντα για να ξεφορτωθεί το παιδοβούβαλό της από τα χωράφια της και ο Μπάμπης που έβλεπε την έξωση από τη μητρική στάνη να πλησιάζει, έψαχνε τρόπο να τρυπώσει πίσω στη φωλίτσα της Μαίρης παριστάνοντας το αρνί. Και «μπράβο, Μαιρούλα μου» και «γεια στα χέρια σου, νυφούλα μου» και «τι νοστιμιά είναι αυτή» και «να μου δώσεις τη συνταγή» και «τι γυναίκα νοικοκυρά έχω εγώ» και «η βασίλισσα της κουζίνας στο σπίτι μου»! κι ένα σωρό άλλα γλυκανάλατα που γέμιζαν εμετό τον κουβά της Μαίρης. Αυτόν που τον είχε κρεμάσει δίπλα στο στομάχι της, για να ξερνάει τόσα χρόνια τις πίκρες και τις στενοχώριες. Αυτές που της κερνούσαν στα τάπερ, στα αλουμινόχαρτα και τα πολυπάγκ οι χαρωποί συνδαιτυμόνες της. 

«Βρε, δεν θα με τρελάνετε εσείς» σκεφτόταν χωρίς να διακόπτει τον χείμαρρο των κομπλιμέντων μάνας και υιού παρά μόνο για να τους σερβίρει κι άλλο βραστό κι άλλη χορτόπιτα και άλλη σαλάτα κι άλλη σαλάτα κι άλλη σαλάτα. «Φάτε μέχρι να σκάσετε κι οι δυο, φάτε όσα ζωντανά θυσιάστηκαν για να φαγωθούν αλλά εσείς τα πετάξατε στα σκουπίδια, φάτε όσα χρήματα ξόδεψα για τις σπεσιαλιτέ μου αλλά τις χάρηκε ο κάδος και η τουαλέτα, φάτε όσες ώρες ξεροστάλιασα στον νεροχύτη για να ακούσω μετά ότι είμαι τρελή και ανισόρροπη, φάτε μέχρι να γίνετε σαν την παπάρα που κάνετε στο λάδι, να μουλιάσουν τα χέρια και τα χείλη και τα σωθικά σας, να γίνετε μαλακοί σαν το βρεγμένο παξιμάδι και να διαλυθείτε στο νερό, να γίνετε χειρότεροι από το κατακάθι του καφέ κι από τα ζουμιά που πετούν στις κότες.» Φοβόταν η προ ολίγων ημερών καλοσυνάτη και ολιγόλογη Μαίρη μην ακουστούν αυτά τα τρομερά που τώρα φώναζε μες στο κεφάλι της παθιασμένη, απελευθερωμένη, ξαλαφρωμένη.

«Να σας δώσω τη συνταγή; Ναι μητέρα» προ πάντων έπρεπε να κρατήσει το επίπεδό της σκέφτηκε κι άρχισε να παραθέτει τα υλικά, αγγουράκια, κολοκυθάκια,  καροτάκια, πιπεριές Φλωρίνης, πιπεριές κατσίκα, τις αναλογίες, τον χρόνο προετοιμασίας και τον χρόνο μαγειρέματος. Το μόνο που δεν αποκάλυψε, όσο κι να το ζητούσαν επίμονα μανά και υιός, ήταν το μυστικό της πετυχημένης συνταγής, ότι ώρες πριν το μαγείρεμα πάνιασε το κρέας σε μαυροδάφνη και δεντρολίβανο, άλειψε τις πατάτες με μουστάρδα και έτριψε ηδονικά πάνω στο βρακί της ό,τι μπορούσε να τριφτεί. «Καλή σας όρεξη, μαμά».
Μοιραστείτε το :

0 σχόλια:

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ...

 

Υποστήριξη : About us | Επικοινωνία | Διαφήμιση
Copyright © 2013. ArtandCity.gr - Με επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος.