Ο Άστορ Πιατσόλα θεωρείται ο πιο σημαντικός συνθέτης του τάγκο κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε μια μέρα σαν τη σημερινή το 1921.
Οι συνθέσεις του έφεραν επανάσταση στο παραδοσιακό τάγκο, ενσωματώνοντας σ' αυτό στοιχεία τζαζ και κλασικής μουσικής, και δημιούργησαν το nuevo tango (νέο τάγκο). Ήταν επίσης εξαίρετος μπαντονεονίστας και συχνά ερμήνευε τις συνθέσεις του με διάφορα μουσικά σχήματα. Στην Αργεντινή είναι γνωστός ως "El Gran Ástor" ("ο Μέγας Άστορ").
Γεννημένος στην Αργεντινή το 1921 από γονείς μετανάστες από την Ιταλία, ο Πιατσόλα πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη. Εκεί έμαθε να μιλά καλά τέσσερις γλώσσες: ισπανικά, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Έμαθε επίσης να παίζει μπαντονεόν, το οποίο τον ανέδειξε γρήγορα σε παιδί-θαύμα. Ενώ ήταν ακόμη νεαρός γνώρισε τον Κάρλος Γκαρδέλ, μια άλλη σπουδαία προσωπικότητα του αργεντινού τάγκο. Επέστρεψε στην Αργεντινή το 1937, όπου το παραδοσιακό τάγκο βασίλευε ακόμη, και έπαιξε σε νυχτερινά κέντρα με διάφορες άσημες μπάντες. Ο πιανίστας Άρθουρ Ρούμπινσταϊν (Arthur Rubinstein), ο οποίος τότε ζούσε στο Μπουένος Άιρες, τον συμβούλεψε να μαθητεύσει κοντά στον Αργεντινό συνθέτη Αλμπέρτο Χιναστέρα (Alberto Ginastera). Ερχόμενος σε τριβή με παρτιτούρες του Στραβίνσκι, του Μπάρτοκ, του Ραβέλ και άλλων, παράτησε προσωρινά το τανγκό και καταπιάστηκε με τη σύνθεση της σύγχρονης κλασικής μουσικής. Με την παρότρυνση του Χιναστέρα, το 1953 ο Πιατσόλα συμμετείχε σε διαγωνισμό σύνθεσης με τη "Συμφωνία του Μπουένος Άιρες" και κέρδισε υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση για να μαθητεύσει στο Παρίσι κοντά στη Γαλλίδα συνθέτρια και μαέστρο Νάντια Μπουλανζέ (Nadia Boulanger). Ο Πιατσόλα γύρισε από τη Νέα Υόρκη στην Αργεντινή το 1955, σχημάτισε το Οκτέτο Μπουένος Άιρες για να παίζει τάγκο, και δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω.
Εισάγοντας τη νέα του προσέγγιση στο τάγκο (nuevo tango), έγινε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στη χώρα, τόσο μουσικά όσο και πολιτικά. Το αργεντίνικο ρητό "στην Αργεντινή όλα μπορούν να αλλάξουν — εκτός από το τάγκο" δείχνει λίγο την αντίσταση που συνάντησε ο Πιατσόλα στην πατρίδα του. Όμως η μουσική του έτυχε αποδοχής στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, και τις διασκευές του του τάγκο υποδέχθηκαν με χαρά κάποια φιλελεύθερα τμήματα της αργεντινής κοινωνίας, τα οποία προωθούσαν πολιτικές αλλαγές παράλληλα με τη μουσική του επανάσταση.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του αργεντινού στρατού από το 1976 μέχρι το 1983, ο Πιατσόλα έζησε στην Ιταλία, αλλά επέστρεψε αρκετές φορές στην Αργεντινή, ηχογράφησε εκεί, και τουλάχιστον σε μία περίπτωση γευμάτισε με τον δικτάτορα Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα. Όμως η σχέση του με τον δικτάτορα πρέπει να ήταν όχι και τόσο φιλική, όπως περιγράφεται στο βιβλίο Astor Piazzolla, A manera de Memorias. Το 1990 έπαθε θρόμβωση στο Παρίσι και πέθανε δύο χρόνια αργότερα στο Μπουένος Άιρες. Από τους συνεχιστές του, ο Μαρσέλο Νίσινμαν είναι ο πιο γνωστός αναδιαμορφωτής της μουσικής τανγκό στην νέα χιλιετία.
Το nuevo tango του Πιατσόλα ξεχώριζε από το παραδοσιακό τάγκο λόγω της ενσωμάτωσης στοιχείων τζαζ, της χρήσης περίπλοκων συγχορδιών και διαφωνιών, της χρήσης αντίστιξης, και των μακρών συνθετικών μορφών. Ο Πιατσόλα εισήγαγε επίσης μουσικά όργανα που δεν χρησιμοποιούνταν στο παραδοσιακό τανγκό, όπως το φλάουτο, το σαξόφωνο, την ηλεκτρική κιθάρα, ηλεκτρονικά όργανα, το βιμπράφωνο, και ντραμς.
Ο Πιατσόλα έπαιξε με διάφορα σχήματα: με την Ορχήστρα (1946), το "Οκτέτο Μπουένος Άιρες" (1955), το "Πρώτο Κιντέτο" (1960), το "Νονέτο" (1971), το "Δεύτερο Κιντέτο" (1978) και το "Σεστέτο" (1989). Εκτός από τις πρωτότυπες συνθέσεις και διασκευές που παρείχε, ήταν ο μαέστρος και μπαντονεονίστας σε όλα τα σχήματα. Ηχογράφησε επίσης τον δίσκο Summit με τον βαρύτονο σαξοφωνίστα Τζέρι Μάλιγκαν. Ανάμεσα στις πάμπολλες συνθέσεις του περιλαμβάνονται ορχηστρικά έργα όπως το "Concierto para Bandoneón, Orquesta, Cuerdas y Percusión", το "Doble-Concierto para Bandoneón y Guitarra", το "Tres Tangos Sinfónicos" και το "Concierto de Nácar para 9 Tanguistas y Orquesta", κομμάτια για σόλο κλασική κιθάρα -- τα "Cinco Piezas", καθώς και μουσική για τραγούδια τα οποία είναι ακόμη πολύ γνωστά στη χώρα του, όπως το "Balada para un loco" (Μπαλάντα για έναν τρελό) και το "Adiós Nonino" (αφιερωμένο στον πατέρα του) το οποίο ηχογράφησε πολλές φορές με διάφορους μουσικούς και διάφορα σχήματα. Οι βιογράφοι υπολογίζουν ότι ο Πιατσόλα συνέθεσε γύρω στις 3.000 κομμάτια από τα οποία ηχογράφησε περίπου τα 500.
Ο Πιατσόλα έπαιξε με διάφορα σχήματα: με την Ορχήστρα (1946), το "Οκτέτο Μπουένος Άιρες" (1955), το "Πρώτο Κιντέτο" (1960), το "Νονέτο" (1971), το "Δεύτερο Κιντέτο" (1978) και το "Σεστέτο" (1989). Εκτός από τις πρωτότυπες συνθέσεις και διασκευές που παρείχε, ήταν ο μαέστρος και μπαντονεονίστας σε όλα τα σχήματα. Ηχογράφησε επίσης τον δίσκο Summit με τον βαρύτονο σαξοφωνίστα Τζέρι Μάλιγκαν. Ανάμεσα στις πάμπολλες συνθέσεις του περιλαμβάνονται ορχηστρικά έργα όπως το "Concierto para Bandoneón, Orquesta, Cuerdas y Percusión", το "Doble-Concierto para Bandoneón y Guitarra", το "Tres Tangos Sinfónicos" και το "Concierto de Nácar para 9 Tanguistas y Orquesta", κομμάτια για σόλο κλασική κιθάρα -- τα "Cinco Piezas", καθώς και μουσική για τραγούδια τα οποία είναι ακόμη πολύ γνωστά στη χώρα του, όπως το "Balada para un loco" (Μπαλάντα για έναν τρελό) και το "Adiós Nonino" (αφιερωμένο στον πατέρα του) το οποίο ηχογράφησε πολλές φορές με διάφορους μουσικούς και διάφορα σχήματα. Οι βιογράφοι υπολογίζουν ότι ο Πιατσόλα συνέθεσε γύρω στις 3.000 κομμάτια από τα οποία ηχογράφησε περίπου τα 500.
Πηγή: el.wikipedia.org
0 σχόλια:
Αφήστε το σχόλιό σας εδώ...