Γράφει η Σοφία Χολέβα.
Ήταν κι εκείνη μια κοκκινοσκουφίτσα. Περίμενε πως κάποιος θα βρισκότανε να την κάνει πρωταγωνίστρια στο παραμύθι του.Νόμιζε πως θα το έκανες εσύ. Ακόμα σε περιμένει σε εκείνη την κουζίνα με τον φωταγωγό. Δεν έμαθε να μαγειρεύει τίποτα άλλο εκτός από μπριζόλες. Σήμερα θα πήγαινε πάλι μια βόλτα στο δάσος. Άνοιξε το άσπρο ερμάριο της πίσω βεράντας. Τα πολύχρωμα σταράκια ακόμα εκεί, έστεκαν στραπατσαρισμένα και σκονισμένα με τα κορδόνια τους γεμάτα κόμπους και ιστορίες.
Τόσα παπούτσια, τόσες ιστορίες για να διηγηθούν. Λιωμένες σόλες, γέφυρες, τρεχάματα και τόσα μα τόσα πολλά αδιέξοδα. Δεν τα περίμενε. Παλιότερα πηδούσε μάντρες, τώρα λύνει μόνο σταυρόλεξα για να ξεχνιέται. Τα άρπαξε. Απόψε θα τα φορούσε ξανά, θα τα έβαζε στα πόδια της, ήξερε ότι είχε ωραίες παραισθήσεις φορώντας τα. Αρκεί να γυρνούσε μέχρι τις δώδεκα, γιατί μετά θα ξανάρχιζε το ίδιο βασανιστήριο της αναμονής. Δεν το άντεχε πια γι αυτό και δεν τα φορούσε συχνά.
Τα είχε πάρει από το Μοναστηράκι, ένα μεσημέρι που στο Σύνταγμα τραγουδούσε ο Ρουβάς ενώ η μάνα της την περίμενε έξω από τα MacDonald's. Πάνε έξι μπορεί και εφτά χρόνια από τότε. Κοίτα να δεις κρατιούνται ακόμα μια χαρά. Εμείς πάλι… Μετά γύρισε σπίτι και σου μαγείρεψε μπριζόλες, ενώ εσύ κοιμόσουν. Θυμάσαι; Σου άρεσαν....
Τα φόρεσε και μπήκε στο ασανσέρ. Επιτέλους μια βόλτα στο δάσος, με τους γεμάτους κάδους, τις νεράιδες στους δρόμους να ψάχνουν για πελάτες. Μετρούσε τα βήματα και χόρευε πάνω στην γκρι άσφαλτο του δάσους. Ξωτικά με σύριγγες πίσω από τα δέντρα, κουκουβάγιες που πουλούσαν τσάντες.Αγόρασε μπριζόλες, χοιρινές αυτές που σου αρέσανε. Βρήκε κρεοπωλείο να διανυκτερεύει και πήγε στη στάση. Πάλι αναμονή, πάλι μπριζόλες. Πέταξε τη σακούλα στα σκυλιά, τα είδε να καταβροχθίζουν το κρέας των γουρουνιών. Δε θα έπαιζε σε κανένα παραμύθι, και είχε πάει κιόλας δώδεκα. Δεν είχε κι άλλα κουτάκια να γεμίσει με λέξεις. Επιτέλους περνούσαν τα σκουπιδιάρικα. Έβγαλε τα κορδόνια της και κρεμάστηκε στη στάση.
Τα φόρεσε και μπήκε στο ασανσέρ. Επιτέλους μια βόλτα στο δάσος, με τους γεμάτους κάδους, τις νεράιδες στους δρόμους να ψάχνουν για πελάτες. Μετρούσε τα βήματα και χόρευε πάνω στην γκρι άσφαλτο του δάσους. Ξωτικά με σύριγγες πίσω από τα δέντρα, κουκουβάγιες που πουλούσαν τσάντες.Αγόρασε μπριζόλες, χοιρινές αυτές που σου αρέσανε. Βρήκε κρεοπωλείο να διανυκτερεύει και πήγε στη στάση. Πάλι αναμονή, πάλι μπριζόλες. Πέταξε τη σακούλα στα σκυλιά, τα είδε να καταβροχθίζουν το κρέας των γουρουνιών. Δε θα έπαιζε σε κανένα παραμύθι, και είχε πάει κιόλας δώδεκα. Δεν είχε κι άλλα κουτάκια να γεμίσει με λέξεις. Επιτέλους περνούσαν τα σκουπιδιάρικα. Έβγαλε τα κορδόνια της και κρεμάστηκε στη στάση.
0 σχόλια:
Αφήστε το σχόλιό σας εδώ...