Στη Ραψάνη.
Το δικό της Μουσείο Οίνου και Αμπέλου απέκτησε επιτέλους η Ραψάνη.
Το νέο μουσείο άνοιξε τις πύλες του επίσημα το βράδυ του Σαββάτου και υποδέχτηκε δεκάδες κατοίκους αλλά και επισκέπτες που βρέθηκαν στη γραφική Ραψάνη με αφορμή τη Γιορτή Κρασιού. Την κορδέλα των εγκαινίων έκοψε ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Κώστας Αγοραστός, ο δήμαρχος Τεμπών κ. Κωνσταντίνος Κολλάτος, ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Ραψάνης κ. Νίκος Γαγάρας και ο πρώην δήμαρχος Κάτω Ολύμπου κ. Νίκος Βαλσαμόπουλος.
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ:
Το μουσείο στεγάζεται σε κτίριο που κατά τη δεκαετία του ’40 λειτούργησε ως δημοτικό σχολείο. Το 2003 έγιναν οι πρώτες ενέργειες για την αξιοποίησή του από την τότε δημοτική αρχή. Το έργο ολοκληρώθηκε μέσω του προγράμματος «Leader Plus».
Το Μουσείο Οίνου και Αμπέλου Ραψάνης παρουσιάζει την ιστορία της αμπελοκαλλιέργειας και της οινοποίησης στην περιοχή της Ραψάνης από τον 17ο -18ο αιώνα έως τις μέρες μας. Ο στόχος του μουσείου είναι η ανάδειξη της τοπικής ιστορίας της Ραψάνης που συνδέεται τους τελευταίους τρεις αιώνες αλληλένδετα με την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή του περίφημου ραψανιώτικου μπρούσκου.
Ο χαρακτήρας του μουσείου είναι εκπαιδευτικός και απευθύνεται σε όλους όσοι ενδιαφέρονται να μάθουν για το αμπέλι και το κρασί της Ραψάνης. Τα αντικείμενα που εκτίθενται είναι παλιά αντικείμενα αμπελοκαλλιέργειας και οινοποίησης από την περιοχή της Ραψάνης. Η έκθεση ολοκληρώνεται με την παρουσίαση πληροφοριών που αφορούν γενικά το κρασί και το αμπέλι, σε μια προσπάθεια να ενημερωθεί το κοινό ευρύτερα για την αμπελοκαλλιέργεια στην Ελλάδα και τον κόσμο. Παράλληλα γίνεται και μια παρουσίαση των οινοποιείων της περιοχής της Ραψάνης, παρέχοντας έτσι μια σαφή εικόνα στον επισκέπτη για την ιστορία αλλά και την συνέχιση της αμπελοκαλλιέργειας στην περιοχή της Ραψάνης.
Η αμπελοκαλλιέργεια αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ραψανιώτικης ταυτότητας συνδέοντας τους Ραψανιώτες με το παρελθόν τους. Δεν υπάρχει εποχή που το χωριό δεν διέθετε οινοπαραγωγή γη. Αντικατέστησε τη φθίνουσα βιοτεχνία κόκκινης βαφής το 18ο αιώνα και εδραιώθηκε ως κύρια καλλιέργεια. Η ιστορία της αμπελοκαλλιέργειας στο χωριό βρίσκεται ενσωματωμένη στην τοπική αρχιτεκτονική όπως και στο φυσικό περιβάλλον. Σκαμμένα μέσα στη γη τα παραδοσιακά υπόγεια, φιλοξενούν τα βαρέλια σχεδόν σε κάθε ραψανιώτικο σπίτι.
Η ιστορία της καλλιέργειας χωρίζεται σε δύο περιόδους πριν τη φυλλοξήρα, που κατάστρεψε τους αμπελώνες της Ραψάνης το 1937, και μετά τη φυλλοξήρα, που συμπίπτει με την περίοδο μετά το πόλεμο και την αναγέννηση των αμπελώνων. Η γεωργική απογραφή του 1911 δείχνει ότι 1.699 στρέμματα καλλιεργούνταν στη Ραψάνη, ενώ αντίστοιχη απογραφή του 1929 ανεβάζει τα στρέμματα στα 2.000 περίπου, πολλοί δε περιηγητές κάνουν λόγο και για 6.000 στρέμματα. Η κυριότερη αγορά που απορροφούσε το κρασί Ραψάνης ήταν η Λάρισα. Εκεί μεταφέρονταν τα κρασιά με μουλάρια σε τουλούμα από τους λεγόμενους «Κυρατζάδες». Η οικογενειακή παράδοση αποτελεί αντικείμενο υπερηφάνειας για τους αμπελουργούς, η αμπελουργία κατέχει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των δεσμών με το χωριό όσων έχουν μετακινηθεί στις πόλεις και των οικογενειών τους. Τα παιδιά των Ραψανιωτών των πόλεων μαθαίνουν τη ραψανιώτικη ταυτότητά τους μέσω της αμπελουργίας και της κατανάλωσης του σπιτικού κρασιού.
Να σημειωθεί ότι το Μουσείο θα ανοίγει κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη για ραντεβού και επιπλέον πληροφορίες.
Το δικό της Μουσείο Οίνου και Αμπέλου απέκτησε επιτέλους η Ραψάνη.
Το νέο μουσείο άνοιξε τις πύλες του επίσημα το βράδυ του Σαββάτου και υποδέχτηκε δεκάδες κατοίκους αλλά και επισκέπτες που βρέθηκαν στη γραφική Ραψάνη με αφορμή τη Γιορτή Κρασιού. Την κορδέλα των εγκαινίων έκοψε ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας κ. Κώστας Αγοραστός, ο δήμαρχος Τεμπών κ. Κωνσταντίνος Κολλάτος, ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Ραψάνης κ. Νίκος Γαγάρας και ο πρώην δήμαρχος Κάτω Ολύμπου κ. Νίκος Βαλσαμόπουλος.
ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ:
Το μουσείο στεγάζεται σε κτίριο που κατά τη δεκαετία του ’40 λειτούργησε ως δημοτικό σχολείο. Το 2003 έγιναν οι πρώτες ενέργειες για την αξιοποίησή του από την τότε δημοτική αρχή. Το έργο ολοκληρώθηκε μέσω του προγράμματος «Leader Plus».
Το Μουσείο Οίνου και Αμπέλου Ραψάνης παρουσιάζει την ιστορία της αμπελοκαλλιέργειας και της οινοποίησης στην περιοχή της Ραψάνης από τον 17ο -18ο αιώνα έως τις μέρες μας. Ο στόχος του μουσείου είναι η ανάδειξη της τοπικής ιστορίας της Ραψάνης που συνδέεται τους τελευταίους τρεις αιώνες αλληλένδετα με την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή του περίφημου ραψανιώτικου μπρούσκου.
Ο χαρακτήρας του μουσείου είναι εκπαιδευτικός και απευθύνεται σε όλους όσοι ενδιαφέρονται να μάθουν για το αμπέλι και το κρασί της Ραψάνης. Τα αντικείμενα που εκτίθενται είναι παλιά αντικείμενα αμπελοκαλλιέργειας και οινοποίησης από την περιοχή της Ραψάνης. Η έκθεση ολοκληρώνεται με την παρουσίαση πληροφοριών που αφορούν γενικά το κρασί και το αμπέλι, σε μια προσπάθεια να ενημερωθεί το κοινό ευρύτερα για την αμπελοκαλλιέργεια στην Ελλάδα και τον κόσμο. Παράλληλα γίνεται και μια παρουσίαση των οινοποιείων της περιοχής της Ραψάνης, παρέχοντας έτσι μια σαφή εικόνα στον επισκέπτη για την ιστορία αλλά και την συνέχιση της αμπελοκαλλιέργειας στην περιοχή της Ραψάνης.
Η αμπελοκαλλιέργεια αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ραψανιώτικης ταυτότητας συνδέοντας τους Ραψανιώτες με το παρελθόν τους. Δεν υπάρχει εποχή που το χωριό δεν διέθετε οινοπαραγωγή γη. Αντικατέστησε τη φθίνουσα βιοτεχνία κόκκινης βαφής το 18ο αιώνα και εδραιώθηκε ως κύρια καλλιέργεια. Η ιστορία της αμπελοκαλλιέργειας στο χωριό βρίσκεται ενσωματωμένη στην τοπική αρχιτεκτονική όπως και στο φυσικό περιβάλλον. Σκαμμένα μέσα στη γη τα παραδοσιακά υπόγεια, φιλοξενούν τα βαρέλια σχεδόν σε κάθε ραψανιώτικο σπίτι.
Η ιστορία της καλλιέργειας χωρίζεται σε δύο περιόδους πριν τη φυλλοξήρα, που κατάστρεψε τους αμπελώνες της Ραψάνης το 1937, και μετά τη φυλλοξήρα, που συμπίπτει με την περίοδο μετά το πόλεμο και την αναγέννηση των αμπελώνων. Η γεωργική απογραφή του 1911 δείχνει ότι 1.699 στρέμματα καλλιεργούνταν στη Ραψάνη, ενώ αντίστοιχη απογραφή του 1929 ανεβάζει τα στρέμματα στα 2.000 περίπου, πολλοί δε περιηγητές κάνουν λόγο και για 6.000 στρέμματα. Η κυριότερη αγορά που απορροφούσε το κρασί Ραψάνης ήταν η Λάρισα. Εκεί μεταφέρονταν τα κρασιά με μουλάρια σε τουλούμα από τους λεγόμενους «Κυρατζάδες». Η οικογενειακή παράδοση αποτελεί αντικείμενο υπερηφάνειας για τους αμπελουργούς, η αμπελουργία κατέχει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των δεσμών με το χωριό όσων έχουν μετακινηθεί στις πόλεις και των οικογενειών τους. Τα παιδιά των Ραψανιωτών των πόλεων μαθαίνουν τη ραψανιώτικη ταυτότητά τους μέσω της αμπελουργίας και της κατανάλωσης του σπιτικού κρασιού.
Να σημειωθεί ότι το Μουσείο θα ανοίγει κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη για ραντεβού και επιπλέον πληροφορίες.
0 σχόλια:
Αφήστε το σχόλιό σας εδώ...