Ανέκδοτες φωτογραφίες και μαρτυρίες ξένων πολεμικών ανταποκριτών από την νικηφόρο δράση του ελληνικού στρατού και στόλου στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-13)
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που θα λάβουν χώρα το 2012, το Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» του Δήμου Καλαμαριάς προχωρεί στη διοργάνωση έκθεσης φωτογραφίας από λήψεις που πραγματοποίησαν δύο κυρίως πολεμικοί ανταποκριτές, διαπιστευμένοι στον ελληνικό στρατό, στη διάρκεια του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Ο πρώτος ήταν ο Haworth Woodley, πρώην αξιωματικός του βρετανικού στρατού, ανταποκριτής του πρακτορείου Central News Agency, το οποίο έδρευε στο Λονδίνο. Ο δεύτερος ήταν ο Etienne Labranche, ο οποίος ήταν ανταποκριτής της εφημερίδας Le Temps των Παρισίων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελληνικές αρχές δεν επέτρεψαν -παρά μόνον κατ’ εξαίρεση- την παρουσία ανταποκριτών στα μέτωπα του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Οι περισσότερες ανταποκρίσεις για τις μάχες συντάχθηκαν με βάση επίσημα δελτία τύπου που εκδίδονταν στην Αθήνα. Ανάλογη στάση τήρησαν και οι άλλες βαλκανικές χώρες. Όπως δείχνει η χρονολόγηση των φωτογραφιών του Woodley και του Labranche που δημοσιεύονται, οι λήψεις τους έγιναν μερικές μέρες μετά τις μάχες, όταν τους επιτράπηκε να επισκεφτούν τα πεδία των μαχών. Στις φωτογραφίες τους αναζητούν και άλλες πτυχές της ζωής και των γεγονότων στην ελληνική ύπαιθρο, πέρα από τις μάχες. Εντοπίζουν και φωτογραφίζουν τους ανθρώπους της υπαίθρου και των πόλεων, τις μορφές που έζησαν δίπλα στον πόλεμο, που συχνά υπέφεραν εξαιτίας του, τους ανθρώπους που εξ ονόματός τους και για λογαριασμό τους γίνονταν τελικά οι μάχες.
Σήμερα, οι φωτογραφίες της έκθεσης αποπνέουν ένα μήνυμα αισιοδοξίας που τόσου ανάγκη έχουμε ως έθνος. Δείχνουν πώς πριν από εκατό χρόνια ένα μικρό κράτος, που είχε προσφάτως υποστεί μία ταπεινωτική στρατιωτική ήττα και μία οδυνηρή πτώχευση, που κάθε άλλο παρά διέθετε εσωτερική ομόνοια και σύμπνοια, την επαύριον μόλις μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης (1906-1907) και μιας κοινοβουλευτικώς ανορθόδοξης πολιτικής παρέμβασης (το κίνημα του Γουδή), ξεκίνησε μια στρατιωτική προσπάθεια που εμφανώς ξεπερνούσε τα μέτρα του. Δεν ήταν «ήρωες» οι στρατιώτες του 1912-13. Ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι. Δεν ήταν «μάγοι» οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες της μικρής αυτής χώρας. Ήταν άνθρωποι με καλές και κακές στιγμές, με σωστές και λανθασμένες επιλογές. «Ήρωες» και «μάγοι» μπορούν να νικήσουν οποιονδήποτε, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα. Αυτοί που κατόρθωσαν να φέρουν σε πέρας την εποποιία του 1912-13 ήταν απλώς οι πρόγονοί μας. Ήταν θνητοί, σαν εμάς. Που έκαναν λάθη, που πολλές φορές δίσταζαν και φοβούνταν. Συνεπώς, οι ανέκδοτες φωτογραφίες που έρχονται στο φως είναι ένα παράθυρο για μας ώστε να δούμε όχι απλώς το παρελθόν μας (αυτό είναι το λιγότερο, δεν έχει πάντοτε σημασία το παρελθόν), αλλά και προκειμένου να δούμε τους εαυτούς μας, την εναλλακτική μας μορφή, την άλλη μας ουσία να ξαναδούμε τους εαυτούς μας άλλοτε έτοιμους για προαναγγελλόμενες καταστροφές, άλλοτε ικανούς για ανέλπιστες νίκες.
Χορηγοί της δράσης του Μουσείου Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής, του Δήμου Καλαμαριάς, η οποία τελεί υπό την αιγίδα του Οργανισμού «Θεσσαλονίκη 1912-2012 / Γιορτάζουμε-Συμμετέχουμε - Κοιτάμε Μπροστά» του Δήμου Θεσσαλονίκης είναι το Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων, Πολιτισμού& Αθλητισμού και ο Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης που παραχώρησε την ΑΠΟΘΗΚΗ Γ’ του λιμανιού της Θεσσαλονίκης για την φιλοξενία της έκθεσης
Αναλυτικότερα
Οι φωτογραφίες του Woodley μπορουν να χωριστούν σε δύο βασικές ενότητες, οι οποίες περιλαμβάνουν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Μακεδονία και την Ήπειρο αντιστοίχα. Χρονολογικά, οι λήψεις ξεκινούν με την έναρξη του πολέμου (6 Οκτωβρίου 1912) και τελειώνουν με την κατάληψη των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913. οι χρονολογίες με το παλαιό ημερολόγιο).
Οι φωτογραφίες του Woodley δείχνουν μια συγκεκριμένη γεωγραφική διαδρομή. Ακολούθησε τον ελληνικό στρατό στην προέλασή του προς βορρά (Μελούνα, Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Αλιάκμονα, Σέρβια, Κοζάνη, Καστανιά, Λουδία, Γιαννιτσά, Άδενδρο, Αξιό, Θεσσαλονίκη, Σκύδρα, Όστροβο, Φλώρινα, Μοναστήρι) με μια χρονική υστέρηση λίγων ημερών. Όπως επιβεβαιώνει και η παραπάνω επιστολή του, στις παραμονές της κατάληψης της Θεσσαλονίκης κατόρθωσε να έλθει σε επαφή με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, γενικό αρχηγό του στρατού της Μακεδονίας, και να τον φωτογραφίσει. Ακολούθησε τον Κωνσταντίνο στην Ήπειρο στις αρχές Ιανουαρίου και αποτύπωσε πολεμικές σκηνές της πολιορκίας και της κατάληψης των Ιωαννίνων. Όλες οι φωτογραφίες του Woodley, ενενήντα έξι τον αριθμό, τοποθετήθηκαν σε ένα χειροποίητο λεύκωμα, με χειρόγραφους υπομνηματισμούς, και ο ανταποκριτής το αφιέρωσε στον αρχιστράτηγο -και βασιλέα πλέον- Κωνσταντίνο. Το λεύκωμα αυτό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αποκτήματα του αρχείου του Μουσείου Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» του Δήμου Καλαμαριάς.
Αλλά και οι φωτογραφικές λήψεις που αποδίδουμε στον Labranche έχουν τοποθετηθεί σε ένα χειροποίητο άλμπουμ, τιτλοφορημένο La flotte greque à 1912-1913 (τίτλος που μόνον εν μέρει ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο). Στο άλμπουμ έχουν αποδελτιωθεί και επικολληθεί ορισμένες ανταποκρίσεις του Labranche στην Le Temps. Δεν γνωρίζουμε για ποιον προοριζόταν αυτό το λεύκωμα. Ο Labranche ξεκίνησε το δημοσιογραφικό και φωτογραφικό οδοιπορικό του στη Λήμνο στα τέλη Δεκεμβρίου 1912. Μεγάλο μέρος από τις 400 περίπου φωτογραφίες του λήφθηκαν στο νησί αυτό. Αν και τον ενδιέφερε πρωτίστως η παρουσία του στόλου, φαίνεται ότι τελικά τον τράβηξαν οι άνθρωποι και τα τοπία του νησιού. Έπειτα, στα τέλη Ιανουαρίου πέρασε από τη Χίο, μετά από τη Σύρο και μέσω Πειραιά κατέληξε στην Ήπειρο. Εκεί μεταφέρθηκε το κέντρο ενδιαφέροντος μετά τη μετάβαση του γενικού αρχηγού του στρατού Κωνσταντίνου και τη συγκέντρωση του ελληνικού στρατού, εν όψει της τελικής επίθεσης για την κατάληψη των Ιωαννίνων. Μετά την κατάληψη των Ιωαννίνων ο Labranche παρέμεινε στην Ήπειρο ως τις αρχές Μαρτίου και έστειλε ενυπόγραφες ανταποκρίσεις, προς τις οποίες αντιστοιχούν πλήρως και οι φωτογραφίσεις του. Έπειτα βρέθηκε στην Αθήνα για την κηδεία του Γεωργίου. Στο σημείο αυτό η απεικόνιση των γεγονότων του πρώτου βαλκανικού πολέμου σταματά, όπως ακριβώς και στο λεύκωμα του Woodley. Εκτός από τις φωτογραφίες σταματούν και οι ανταποκρίσεις του (η τελευταία δημοσιεύεται στις 10/23.2.1913). Πιθανώς ο Labranche έφυγε από την Ελλάδα. Όμως το βέβαιο είναι ότι επέστρεψε στην Ήπειρο τον Νοέμβριο του 1913 για να γράψει τρεις συγκλονιστικές ανταποκρίσεις από τα Ιωάννινα, την Κορυτσά και το Λεσκοβίκι. Έπειτα, αφού επισκέφτηκε την Κρήτη την ημέρα της επίσημης ένωσής της με την Ελλάδα (1.12.1913) και στη συνέχεια αποχώρησε πιθανότατα από τη χώρα
Το Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» ιδρύθηκε ως νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου του Δήμου Καλαμαριάς το 2001. Το αρχείο και οι υπηρεσίες του στεγάζονται σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις επί της οδού Ανδρέα Παπανδρέου 48Α, ενώ τον εκθεσιακό χώρο προβλέπεται μελλοντικά να αποτελέσει το τριώροφο κτίριο των κοιτώνων στην περιοχή του στρατοπέδου «Κόδρα».
Το αρχείο του Μουσείου περιλαμβάνει πλούσιο και σημαντικό φωτογραφικό υλικό από το 1838 (απαρχές της τέχνης της φωτογραφίας) μέχρι και σήμερα με αντικείμενο σημαντικά θέματα ελλήνων και ξένων φωτογράφων που στελεχώνουν την ίδια την ιστορία της φωτογραφίας στην Ελλάδα και τη Μεσόγειο κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Ανάμεσα στα θέματα αυτά εξέχουσα θέση έχουν σπάνιες φωτογραφίες από την ιστορία του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου καθώς και του τροχιοδρόμου της Ελλάδας, από τους Βαλκανικούς και τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, καθώς και από τις αρχαιότητες της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας.
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που θα λάβουν χώρα το 2012, το Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» του Δήμου Καλαμαριάς προχωρεί στη διοργάνωση έκθεσης φωτογραφίας από λήψεις που πραγματοποίησαν δύο κυρίως πολεμικοί ανταποκριτές, διαπιστευμένοι στον ελληνικό στρατό, στη διάρκεια του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Ο πρώτος ήταν ο Haworth Woodley, πρώην αξιωματικός του βρετανικού στρατού, ανταποκριτής του πρακτορείου Central News Agency, το οποίο έδρευε στο Λονδίνο. Ο δεύτερος ήταν ο Etienne Labranche, ο οποίος ήταν ανταποκριτής της εφημερίδας Le Temps των Παρισίων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελληνικές αρχές δεν επέτρεψαν -παρά μόνον κατ’ εξαίρεση- την παρουσία ανταποκριτών στα μέτωπα του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Οι περισσότερες ανταποκρίσεις για τις μάχες συντάχθηκαν με βάση επίσημα δελτία τύπου που εκδίδονταν στην Αθήνα. Ανάλογη στάση τήρησαν και οι άλλες βαλκανικές χώρες. Όπως δείχνει η χρονολόγηση των φωτογραφιών του Woodley και του Labranche που δημοσιεύονται, οι λήψεις τους έγιναν μερικές μέρες μετά τις μάχες, όταν τους επιτράπηκε να επισκεφτούν τα πεδία των μαχών. Στις φωτογραφίες τους αναζητούν και άλλες πτυχές της ζωής και των γεγονότων στην ελληνική ύπαιθρο, πέρα από τις μάχες. Εντοπίζουν και φωτογραφίζουν τους ανθρώπους της υπαίθρου και των πόλεων, τις μορφές που έζησαν δίπλα στον πόλεμο, που συχνά υπέφεραν εξαιτίας του, τους ανθρώπους που εξ ονόματός τους και για λογαριασμό τους γίνονταν τελικά οι μάχες.
Σήμερα, οι φωτογραφίες της έκθεσης αποπνέουν ένα μήνυμα αισιοδοξίας που τόσου ανάγκη έχουμε ως έθνος. Δείχνουν πώς πριν από εκατό χρόνια ένα μικρό κράτος, που είχε προσφάτως υποστεί μία ταπεινωτική στρατιωτική ήττα και μία οδυνηρή πτώχευση, που κάθε άλλο παρά διέθετε εσωτερική ομόνοια και σύμπνοια, την επαύριον μόλις μιας διεθνούς οικονομικής κρίσης (1906-1907) και μιας κοινοβουλευτικώς ανορθόδοξης πολιτικής παρέμβασης (το κίνημα του Γουδή), ξεκίνησε μια στρατιωτική προσπάθεια που εμφανώς ξεπερνούσε τα μέτρα του. Δεν ήταν «ήρωες» οι στρατιώτες του 1912-13. Ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι. Δεν ήταν «μάγοι» οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες της μικρής αυτής χώρας. Ήταν άνθρωποι με καλές και κακές στιγμές, με σωστές και λανθασμένες επιλογές. «Ήρωες» και «μάγοι» μπορούν να νικήσουν οποιονδήποτε, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα. Αυτοί που κατόρθωσαν να φέρουν σε πέρας την εποποιία του 1912-13 ήταν απλώς οι πρόγονοί μας. Ήταν θνητοί, σαν εμάς. Που έκαναν λάθη, που πολλές φορές δίσταζαν και φοβούνταν. Συνεπώς, οι ανέκδοτες φωτογραφίες που έρχονται στο φως είναι ένα παράθυρο για μας ώστε να δούμε όχι απλώς το παρελθόν μας (αυτό είναι το λιγότερο, δεν έχει πάντοτε σημασία το παρελθόν), αλλά και προκειμένου να δούμε τους εαυτούς μας, την εναλλακτική μας μορφή, την άλλη μας ουσία να ξαναδούμε τους εαυτούς μας άλλοτε έτοιμους για προαναγγελλόμενες καταστροφές, άλλοτε ικανούς για ανέλπιστες νίκες.
Χορηγοί της δράσης του Μουσείου Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής, του Δήμου Καλαμαριάς, η οποία τελεί υπό την αιγίδα του Οργανισμού «Θεσσαλονίκη 1912-2012 / Γιορτάζουμε-Συμμετέχουμε - Κοιτάμε Μπροστά» του Δήμου Θεσσαλονίκης είναι το Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων, Πολιτισμού& Αθλητισμού και ο Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης που παραχώρησε την ΑΠΟΘΗΚΗ Γ’ του λιμανιού της Θεσσαλονίκης για την φιλοξενία της έκθεσης
Αναλυτικότερα
Οι φωτογραφίες του Woodley μπορουν να χωριστούν σε δύο βασικές ενότητες, οι οποίες περιλαμβάνουν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Μακεδονία και την Ήπειρο αντιστοίχα. Χρονολογικά, οι λήψεις ξεκινούν με την έναρξη του πολέμου (6 Οκτωβρίου 1912) και τελειώνουν με την κατάληψη των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913. οι χρονολογίες με το παλαιό ημερολόγιο).
Οι φωτογραφίες του Woodley δείχνουν μια συγκεκριμένη γεωγραφική διαδρομή. Ακολούθησε τον ελληνικό στρατό στην προέλασή του προς βορρά (Μελούνα, Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Αλιάκμονα, Σέρβια, Κοζάνη, Καστανιά, Λουδία, Γιαννιτσά, Άδενδρο, Αξιό, Θεσσαλονίκη, Σκύδρα, Όστροβο, Φλώρινα, Μοναστήρι) με μια χρονική υστέρηση λίγων ημερών. Όπως επιβεβαιώνει και η παραπάνω επιστολή του, στις παραμονές της κατάληψης της Θεσσαλονίκης κατόρθωσε να έλθει σε επαφή με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, γενικό αρχηγό του στρατού της Μακεδονίας, και να τον φωτογραφίσει. Ακολούθησε τον Κωνσταντίνο στην Ήπειρο στις αρχές Ιανουαρίου και αποτύπωσε πολεμικές σκηνές της πολιορκίας και της κατάληψης των Ιωαννίνων. Όλες οι φωτογραφίες του Woodley, ενενήντα έξι τον αριθμό, τοποθετήθηκαν σε ένα χειροποίητο λεύκωμα, με χειρόγραφους υπομνηματισμούς, και ο ανταποκριτής το αφιέρωσε στον αρχιστράτηγο -και βασιλέα πλέον- Κωνσταντίνο. Το λεύκωμα αυτό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αποκτήματα του αρχείου του Μουσείου Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» του Δήμου Καλαμαριάς.
Αλλά και οι φωτογραφικές λήψεις που αποδίδουμε στον Labranche έχουν τοποθετηθεί σε ένα χειροποίητο άλμπουμ, τιτλοφορημένο La flotte greque à 1912-1913 (τίτλος που μόνον εν μέρει ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο). Στο άλμπουμ έχουν αποδελτιωθεί και επικολληθεί ορισμένες ανταποκρίσεις του Labranche στην Le Temps. Δεν γνωρίζουμε για ποιον προοριζόταν αυτό το λεύκωμα. Ο Labranche ξεκίνησε το δημοσιογραφικό και φωτογραφικό οδοιπορικό του στη Λήμνο στα τέλη Δεκεμβρίου 1912. Μεγάλο μέρος από τις 400 περίπου φωτογραφίες του λήφθηκαν στο νησί αυτό. Αν και τον ενδιέφερε πρωτίστως η παρουσία του στόλου, φαίνεται ότι τελικά τον τράβηξαν οι άνθρωποι και τα τοπία του νησιού. Έπειτα, στα τέλη Ιανουαρίου πέρασε από τη Χίο, μετά από τη Σύρο και μέσω Πειραιά κατέληξε στην Ήπειρο. Εκεί μεταφέρθηκε το κέντρο ενδιαφέροντος μετά τη μετάβαση του γενικού αρχηγού του στρατού Κωνσταντίνου και τη συγκέντρωση του ελληνικού στρατού, εν όψει της τελικής επίθεσης για την κατάληψη των Ιωαννίνων. Μετά την κατάληψη των Ιωαννίνων ο Labranche παρέμεινε στην Ήπειρο ως τις αρχές Μαρτίου και έστειλε ενυπόγραφες ανταποκρίσεις, προς τις οποίες αντιστοιχούν πλήρως και οι φωτογραφίσεις του. Έπειτα βρέθηκε στην Αθήνα για την κηδεία του Γεωργίου. Στο σημείο αυτό η απεικόνιση των γεγονότων του πρώτου βαλκανικού πολέμου σταματά, όπως ακριβώς και στο λεύκωμα του Woodley. Εκτός από τις φωτογραφίες σταματούν και οι ανταποκρίσεις του (η τελευταία δημοσιεύεται στις 10/23.2.1913). Πιθανώς ο Labranche έφυγε από την Ελλάδα. Όμως το βέβαιο είναι ότι επέστρεψε στην Ήπειρο τον Νοέμβριο του 1913 για να γράψει τρεις συγκλονιστικές ανταποκρίσεις από τα Ιωάννινα, την Κορυτσά και το Λεσκοβίκι. Έπειτα, αφού επισκέφτηκε την Κρήτη την ημέρα της επίσημης ένωσής της με την Ελλάδα (1.12.1913) και στη συνέχεια αποχώρησε πιθανότατα από τη χώρα
Το Μουσείο Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» ιδρύθηκε ως νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου του Δήμου Καλαμαριάς το 2001. Το αρχείο και οι υπηρεσίες του στεγάζονται σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις επί της οδού Ανδρέα Παπανδρέου 48Α, ενώ τον εκθεσιακό χώρο προβλέπεται μελλοντικά να αποτελέσει το τριώροφο κτίριο των κοιτώνων στην περιοχή του στρατοπέδου «Κόδρα».
Το αρχείο του Μουσείου περιλαμβάνει πλούσιο και σημαντικό φωτογραφικό υλικό από το 1838 (απαρχές της τέχνης της φωτογραφίας) μέχρι και σήμερα με αντικείμενο σημαντικά θέματα ελλήνων και ξένων φωτογράφων που στελεχώνουν την ίδια την ιστορία της φωτογραφίας στην Ελλάδα και τη Μεσόγειο κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Ανάμεσα στα θέματα αυτά εξέχουσα θέση έχουν σπάνιες φωτογραφίες από την ιστορία του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου καθώς και του τροχιοδρόμου της Ελλάδας, από τους Βαλκανικούς και τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, καθώς και από τις αρχαιότητες της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας.
0 σχόλια:
Αφήστε το σχόλιό σας εδώ...